- διακανόνιση
- ηρύθμιση, διευθέτηση, τακτοποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διακανόνισις μαρτυρείται από το 1885 στον Α. Αργυριάδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακανονισμός — ο η διακανόνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek